φρακάρισμα

φρακάρισμα
το, Ν [φρακάρω]
1. αναγκαστική ακινητοποίηση, εμπλοκή («το φρακάρισμα τής πόρτας οφειλόταν στα χαλίκια που υπήρχαν στο δάπεδο»)
2. προσωρινή διακοπή τής κυκλοφορίας, κυρίως τής οδικής, λόγω μεγάλης συρροής πλήθους ή οχημάτων («το φρακάρισμα τών δρόμων αποτελεί καθημερινό φαινόμενο τών σύγχρονων μεγαλουπόλεων»)
3. μτφ. πρόσκαιρη ανακοπή τής ροής τής σκέψης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φρακάρισμα — το, ατος αναγκαστική ακινητοποίηση, το να μην μπορεί κανείς ή κάτι να κινηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”